- χονδροῖς
- χονδρόςgranularmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χόνδροις — χόνδρος granule masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτίζω — (Α) [λιβανωτός] 1. θυμιάζω με λιβάνι, λιβανίζω («σπένδοντες ἐν αὐτῷ καθ ἡμέραν καὶ λιβανωτίζοντες», Στράβ.) 2. μοιάζω με λιβάνι («ἐγκριτέον δὲ αὐτοῡ τὸ εὔχρουν, λιβανωτίζον τοῑς χόνδροις», Διοσκ.) … Dictionary of Greek